- πυξίο
- το / πυξίον, ΝΑ [πύξος]νεοελλ.η μικρή, συνήθως ξύλινη πινακίδα πάνω στην οποία βάζουν τα χρώματα οι ζωγράφοι, η παλέτααρχ.1. πινακίδα γραφής από ξύλο πύξου2. κατάλογος γραμμένος σε πινακίδα3. υποδιαίρεση, τμήμα.
Dictionary of Greek. 2013.