πυξίο

πυξίο
το / πυξίον, ΝΑ [πύξος]
νεοελλ.
η μικρή, συνήθως ξύλινη πινακίδα πάνω στην οποία βάζουν τα χρώματα οι ζωγράφοι, η παλέτα
αρχ.
1. πινακίδα γραφής από ξύλο πύξου
2. κατάλογος γραμμένος σε πινακίδα
3. υποδιαίρεση, τμήμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρτοφόριο — Ιερό λειτουργικό σκεύος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας επάνω στην Αγία Τράπεζα. Κατασκευάζεται από χρυσό ή ασήμι ή από άλλο μέταλλο ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του ναού. Στο α. φυλάσσεται ο άρτος που προορίζεται για τη μετάληψη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”